- ἀποπεμπτικοί
- ἀποπεμπτικόςvaledictorymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποπεμπτικός — ἀποπεμπτικός, ή, όν (Α) [απόπεμπτος] 1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός 2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του … Dictionary of Greek